- παλινοστῶ
- παλινοστέωreturnpres subj act 1st sg (attic epic doric)παλινοστέωreturnpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλινοστώ — και παλιννοστώ (ΑΜ παλινοστῶ και παλιννοστῶ, έω) [παλίνοστος] επανέρχομαι, επιστρέφω, ιδίως στην πατρίδα … Dictionary of Greek
παλιννοστώ — (ΑΜ παλιννοστῶ, έω) βλ. παλινοστώ … Dictionary of Greek
παλινόστηση — και παλιννόστηση, η (Μ παλιννόστησις) [παλινοστώ] επάνοδος κάποιου στον τόπο από όπου αναχώρησε, ιδίως στην πατρίδα νεοελλ. 1. (εμπ. ναυτ.) ο επαναπατρισμός τού ναυτικού 2. η επιστροφή μεταναστών από το εξωτερικό και η εγκατάσταση τους στην… … Dictionary of Greek